- ὀίζυε
- ὀΐζυε , ὀίζυοςsorrymasc/fem voc sgὀΐζυε , ὀιζύωwailpres imperat act 2nd sgὀΐζυε , ὀιζύωwailimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οϊζύω — ὀϊζύω (Α) [οϊζύς] (ποιητ. τ.) 1. θλίβομαι, θρηνώ, κλαίω, πενθώ («ἀλλ ἀεὶ περὶ κεῑνον ὀΐζυε», Ομ. Ιλ.) 2. υποφέρω από κάτι, υφίσταμαι κάτι («ἧς εἵνεκ ὀϊζύομεν πολλὰ κακά», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
ὀιζύες — ὀϊζύες , ὀιζύς woe fem nom/voc pl ὀϊζύε̄ς , ὀιζύω wail pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)